Σάββατο 24 Μαρτίου 2007

Κρυφακούω

Σε μια μικρή διαδρομή με το τρένο από την Βόννη στην Κολωνία, πέτυχα ένα ζευγάρι Ελλήνων, περίπου συνομήλικων και μάλλον φοιτητών και έτσι όπως δεν είναι καθόλου συνηθισμένα τα αυτιά μου σε ελληνικούς διαλόγους μέσα στο γερμανικό τρένο, αμέσως ερεθίστηκαν, τεντώθηκαν, έτοιμα να απορροφήσουν κρυφά και απολαυστικά την κουβέντα τους.
Τα παιδιά ήταν μελαγχολικά και ερωτευμένα, δεν τους ρώτησα, αλλά έτσι διέκρινα,εκτός εάν στερεοτυπικά τους βάφτισα ερωτευμένους επειδή φιλιούνταν και κράταγε σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου και μελαγχολικούς επειδή είχαν αυτό το χάσιμο στο βλέμμα.
Τελικά κατάλαβα ότι το αγόρι ήταν φοιτητής και το κορίτσι επισκέπτης.Την ιστορία την είπε το κορίτσι στο αγόρι και όταν τα κορίτσια λένε ιστορίες, λένε ωραίες ιστορίες.

Ονομάζω λοιπόν (στερεοτυπικά;) Έλλη το κορίτσι, Νίκο τον πατέρα της και Ζωή την μητέρα της. Η ιστορία πάει κάπως έτσι:


Ο Νίκος τον αγαπούσε πολύ τον Ανδρέα, ήταν συμμαθητές, συμφοιτητές και κουμπάροι, νονός της πρώτης του κόρης, της Έλλης. Ήταν αδέρφια από διαφορετική μάνα και διαφορετικό πατέρα, φίλοι δηλαδή. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος φίλος που έχανε, ανακοπή, πέρυσι το καλοκαίρι στην Σάμο.
Στο μνημόσυνό μαζεύτηκε η παρέα στο στέκι τους στον “Λευτέρη”, ένα σουβλατζίδικο στις Τζιτζιφιές, ίδιο και απαράλαχτο από τα τέλη του ΄60, με το ίδιο σουβλάκι και τον ίδιο σουβλατζή από τότε. Έφαγαν, ήπιαν στη υγειά του Ανδρέα,μέθυσαν,θυμήθηκαν,γέλασαν, έκλαψαν.
Ο Νίκος για πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκε η Έλλη, γύρισε σπίτι μεθυσμένος και χάλια. Μετα βίας κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και ύστερα από ομηρικές μάχες κλειδιού-κλειδαρότρυπας.Κατευθύνθηκε στην κρεββατοκάμαρα,αγνοώντας τις ερωτήσεις της πανικόβλητης γυναίκας του Ζωής, έπεσε στο κρεββάτι κουλουριασμένος σαν μώρο. με την ανάσα να κόβεται, να μην αντέχεται ο πόνος.'Εκλαιγε και μονολογούσε “α ρε Αντρέα... α ρε Αντρέα...γιατί έφυγες ρε αγόρι μου,γιατί...”
Η Ζωή σύνεχισε πανικόβλητη της ερωτήσεις της. “Πού ήσουνα...γιατί κλάις...τι πράματα είναι αυτά;”Φοβήθηκε προφανώς μην πάθει τίποτα, μην έχει την τύχη του Ανδρέα, στιγμιαιά της πέρασε από το μυαλό ότι θα τον χάσει. Ο πανίκος της απώλειας δεν επιτρέπει ψύχραιμες αντιδράσεις.
Ψύχραιμη η Έλλη και γοητευμένη από τον μεθυσμένο μπαμπά που θρηνούσε τον χαμό του φίλου του και νονού της, απομάκρυνε την μάνα της.“Μην φοβάσαι, θα ηρεμήσει, δεν είναι τίποτα , ας τον αφήσουμε ήσυχο”.
Ο Νίκος θα ηρεμούσε αργά ή γρήγορα και ο Αντρέας σίγουρα θα τον προστάτευε, γνωρίζονταν πια με τον χάρο, θα του ζητούσε μια χάρη αν χρειαζόταν.Η Ζωή ηρέμησε, ο πανικός της απώλειας έσβησε. 'Επειτα σκέφτηκε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον Νίκο μεθυσμένο ή κλαμμένο ή και τα δύο μαζί, αν και έιχαν περάσει χρόνια απο την τελευταία φορα.
Η Έλλη, πού έβλεπε τον πατέρα της πρώτη φορά μεθυσμένο και πρώτη φορά να θρηνεί, κατάλαβε πως οι μπαμπάδες είναι και αυτοί άνθρωποι, κλαίνε, μεθάνε, έχουν φίλους και τους αγαπούν πολύ. Κατάλαβε πόσο πολύ μοιάζουν, πως ήταν και ο πατέρας της νέος κάποτε, πως και εκείνη θα μεγαλώσει κάποτε. Όπως εκείνη έχει την παρέα της, έτσι και εκείνος έχει την δικιά του, τα μυστικά του και τις κρυφές του στιγμές. Ο Νίκος λύγισε και αποκαλύφθηκε, όπως συνήθως συμβαίνει με τους ανθρώπους που λυγίζουν, αποκαλύπτονται ταυτόχρονα. Πήγε στην κρεββατοκάμαρα, είχε ηρεμήσει ο Νίκος πια, τον φίλησε, του είπε πόσο πολύ τον αγαπάει, πόσο τυχερή είναι που τον έχει μπαμπά της και πως χάρηκε που τον είδε να κλαίει. Που τον είδε να αποκαλύπτεται ήθελε να πει...μα δεν αποκαλύφθηκε η ίδια .