Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

ΕρώΤίσις

Ένα κουρασμένο Σάββατο ύστερα από πολύ καιρό, επανέρχομαι με μια ερώτηση. Δεν ξέρω γιατί γράφω, αδυνατώ να προσδιορίσω τις αφορμές μου και σίγουρα τους σκοπούς μου.Λατρεύω τις λέξεις και το παιχνίδι μ'αυτές, τον ήχο τους και τα νοήματά τους, αν κανείς μπορεί να διαχωρίσει τα δύο αυτά στοιχεία, όσον αφορά την ισχύ τους. Τι είναι λοιπόν πιο ισχυρό, το νόημα ή ο ήχος που σιωπηλά γράφεται και λάγνα προφέρεται;

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2007

2

με την γλώσσα μου ερεθίζω τις ρώγες σου
απαλά να ματώσω τη νύχτα

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

πρόχειροχυρό

Tι να γράψεις σε αυτές τις άπληστες λευκές σελίδες που αδηφάγα την ηδονή σου επιθυμούν να αποκαλύψουν;
για τους έρωτες που δεν έζησες ή για τις στιγμές που έχυσες δάκρυα, σπέρμα και υγρές αγωνίες;
για την υπέροχη νύχτα που ζεις ή γι'αυτές που φοβάσαι δεν θα'ρθουν;
πόσα λευκά θα μαυρίσεις ακόμα;
πώς το μελάνι να καλύψει μια στιγμή που μοιάζει σταγόνα;

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007

Πώς πονούν τα μάτια μου όταν ιδρώνει ο χρόνος...

Ξύπνησα μέσα στο όνειρο σχεδόν ταραγμένος
βάδισα αργά σχεδόν σαγηνευτικά στο δωμάτιο
ψηλάφισα τον τοίχο ψάχνωντας για σημάδια
λάγνα μα μάταια-τίποτα δεν υπήρχε
Ανέπνευσα
Κοιμήθηκα μέσα στο όνειρο
λάγνα μα μάταια-τίποτα δεν υπήρξε.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Αλήθεια

Βιάστηκα να περιγράψω την ομίχλη
Ξημέρωσε χάθηκα ξύπνησε η λήθη

Ανάνηψη

Κραυγή που επιστρέφει σε μένα
δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μια ηχώ
ανάστροφη σκληρή ακρίδα
μα δεν είμαι σίγουρος γι'αυτο

...

Άσε μια λέξη να πέσει στο πάτωμα
ίσα που ν'ακουστεί
να ξέρω πως υπήρξες

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

'Αστικτο

Με τις υδάτινες ρωγμές στα χείλη σου ερεθίζομαι

απελπισμένα βαθειά τη νύχτα σου ζητώ να κρυφτώ

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Εκ των Υστέρων

Γνώριζες άραγε
κάτι
για τις στιγμές που δεν υπήρξαν;

Για τις λέξεις που έκρυψα
στην παλάμη μου
και δεν τις φύσηξα στο πρόσωπό σου;

Για την μουσική που έτρεμε στα χείλη μου μήπως;

Σάββατο 2 Ιουνίου 2007

Στάση

Παρέμεινα σιωπηλός όλη νύχτα


τι περίμενα;


χαμένες ανταύγειες ενός φωτός παρελθόντων ετών και αλμυρά αστέρια


Παρέμεινα σκοτεινός όλη νύχτα


τι περίμενα;


Πολύχρωμες εκλείψεις και μια από πλαστελίνη φτιαγμένη σελήνη φωτεινή σαν κόκκινα φύκια


μα η νύχτα γλύστρισε σε ένα τρελλό ξημέρωμα και πλημμύρισε ο ουρανός νεφώματα

θαλασσί,πορτοκαλί αρώματα

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

Αντί προλόγου

Και τώρα, τι περιμένεις που ξεθώριασε η νύχτα
Που η πνοή σου εκπνέει
Που ο χρόνος σταματά
Σταματά ο χρόνος;

Φοβάσαι;
Τις ερωτήσεις πιο πολύ ή τις απαντήσεις;

Ζαλίζεσαι όταν αλλάζεις κατεύθυνση
μα πρέπει το ξέρεις ότι πρέπει.

Να αλλάξεις!

Μεγαλώνεις και δεν είναι οτι πρέπει
μα πώς αλλιώς;

Δεν σταματά ο χρόνος!

Σταματά όμως ο φόβος....μα μην τον σταματήσεις!
Αυτή είναι η κρυφή σου ελπίδα και ο έρωτας...

Και παρότι δεν σταματά, σου μένει ακόμη χρόνος.

Και φόβος για να συνεχίσεις να αναπνέεις
με πάθος!

Και πρόσεξε όχι άλλες ελπίδες μόνο πράξεις.
Μεγάλωσες πια-

Να

'Ελα να κάψουμε τη νύχτα να στάξουν οι στάχτες πάνω στα κορμιά μας


να θυμηθούμε πώς ήταν πριν να μην ρωτάμε για το μετά

να διασταυρωθούν τα βλέμματα μας σαν άγνωστοι να ερωτευτούμε ξανά


βαθειά σκοτεινά
απλά και απαλά

'Αραγε

Θέλεις να γνωριστούμε καλύτερα; να αποκαλύψουμε τα μυστικά μας να ερωτευτούμε;

ή προτιμάς να χαθούμε

όσο απλά γνωριστήκαμε τόσο απλά να ξεχαστούμε

Ο χρόνος δεν περιμένει και η αλήθεια παραμονεύει να σου θυμίσει πως δεν είμαι κατι σπουδαίο.

Μα εγώ σε ρωτάω ξέρεις από που έρχομαι; και αν όχι αυτό πες μου σε παρακαλώ που πάω

Να γνωριστούμε καλύτερα και ας μην έχει σημασία είναι που δεν θέλω η πράξη αυτή να αποτελεί μια απλή συνουσία...

Είναι που θέλω να σε αγγίξω ξανά και ξανά και ξανά...μέχρι να βαρέθω ή να σου πω τα μυστικά μου...μείνε σε παρακαλώ, σε λίγο θα ξημερώσει μα εγώ θα είμαι πάλι ο ίδιος το ξέρω και ίσως βαρετός σίγουρα όχι σπουδαίος και δεν ξερω αν μπορώ να είμαι αληθινός, μα ψέμματα δεν σου είπα φοβήθηκα ή τα εξάντλησα στην προηγούμενη επαφή τι σημασία έχει,μίλα μου για μια επιθυμία κρυφή.

ξέρεις... θέλω κάποιος να με χαϊδέψει το πρωί που θα ξυπνήσω

μείνε σε παρακαλώ μόνο γι'αυτό που ξέρεις μπορεί να σου πω πως σ'αγαπώ και ύστερα να αποκαλύψουμε τα μυστικά μας, να ερωτευτούμε

ή προτιμάς να κρυφτούμε

όσο απλά φοβηθήκαμε τόσο απλά να εξαντληθούμε

Τρίτη 1 Μαΐου 2007

Αντιστρόφως ανάλογο

Εξάντλησες τις υποσχέσεις σου
Τώρα σιγά σιγά αναιρείς

Μην ανησυχείς

Κάθε ψέμα σου είναι για 'μένα μια ανεκπλήρωτη αλήθεια

Κατάρα

Ποτέ να μην υπάρξει θάλασσα
κοχύλια να μαζεύεις!

Αναπάντητο

πόσες σιωπές μου έχεις φυλακίσει
στα μάτια σου
πόσες ανάσες μου στα δάχτυλά σου;

Πικρό...

...σαν την άμμο το στήθος σου
προκλητικά τεντώνεται
να μ'αποκτήσει.

Κυριακή 1 Απριλίου 2007

Σχεδόν άστικτο

Με κυρίευσε ο τρόμος της στενότητας του χώρου ή του χρόνου δεν θυμάμαι τι σημασία έχει τώρα πια άραγε η μνήμη είναι χρόνος ή χώρος που μας διαφεύγει ή επανέρχεται βίαια η μη ανασύρει εικόνες ήχους χρώματα λέξεις τι σημασία έχει τώρα πια αν θα επιλέξεις να παραιτηθείς ή να παλέψεις τούς άλλους ή τον εαυτό σου τι μισείς άραγε περισσότερο ή τι αγαπάς αν έχει φυσικά σημασία ενημερώνω πως θα σταματήσω πριν την τελεία .

Σάββατο 24 Μαρτίου 2007

Κρυφακούω

Σε μια μικρή διαδρομή με το τρένο από την Βόννη στην Κολωνία, πέτυχα ένα ζευγάρι Ελλήνων, περίπου συνομήλικων και μάλλον φοιτητών και έτσι όπως δεν είναι καθόλου συνηθισμένα τα αυτιά μου σε ελληνικούς διαλόγους μέσα στο γερμανικό τρένο, αμέσως ερεθίστηκαν, τεντώθηκαν, έτοιμα να απορροφήσουν κρυφά και απολαυστικά την κουβέντα τους.
Τα παιδιά ήταν μελαγχολικά και ερωτευμένα, δεν τους ρώτησα, αλλά έτσι διέκρινα,εκτός εάν στερεοτυπικά τους βάφτισα ερωτευμένους επειδή φιλιούνταν και κράταγε σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου και μελαγχολικούς επειδή είχαν αυτό το χάσιμο στο βλέμμα.
Τελικά κατάλαβα ότι το αγόρι ήταν φοιτητής και το κορίτσι επισκέπτης.Την ιστορία την είπε το κορίτσι στο αγόρι και όταν τα κορίτσια λένε ιστορίες, λένε ωραίες ιστορίες.

Ονομάζω λοιπόν (στερεοτυπικά;) Έλλη το κορίτσι, Νίκο τον πατέρα της και Ζωή την μητέρα της. Η ιστορία πάει κάπως έτσι:


Ο Νίκος τον αγαπούσε πολύ τον Ανδρέα, ήταν συμμαθητές, συμφοιτητές και κουμπάροι, νονός της πρώτης του κόρης, της Έλλης. Ήταν αδέρφια από διαφορετική μάνα και διαφορετικό πατέρα, φίλοι δηλαδή. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος φίλος που έχανε, ανακοπή, πέρυσι το καλοκαίρι στην Σάμο.
Στο μνημόσυνό μαζεύτηκε η παρέα στο στέκι τους στον “Λευτέρη”, ένα σουβλατζίδικο στις Τζιτζιφιές, ίδιο και απαράλαχτο από τα τέλη του ΄60, με το ίδιο σουβλάκι και τον ίδιο σουβλατζή από τότε. Έφαγαν, ήπιαν στη υγειά του Ανδρέα,μέθυσαν,θυμήθηκαν,γέλασαν, έκλαψαν.
Ο Νίκος για πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκε η Έλλη, γύρισε σπίτι μεθυσμένος και χάλια. Μετα βίας κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και ύστερα από ομηρικές μάχες κλειδιού-κλειδαρότρυπας.Κατευθύνθηκε στην κρεββατοκάμαρα,αγνοώντας τις ερωτήσεις της πανικόβλητης γυναίκας του Ζωής, έπεσε στο κρεββάτι κουλουριασμένος σαν μώρο. με την ανάσα να κόβεται, να μην αντέχεται ο πόνος.'Εκλαιγε και μονολογούσε “α ρε Αντρέα... α ρε Αντρέα...γιατί έφυγες ρε αγόρι μου,γιατί...”
Η Ζωή σύνεχισε πανικόβλητη της ερωτήσεις της. “Πού ήσουνα...γιατί κλάις...τι πράματα είναι αυτά;”Φοβήθηκε προφανώς μην πάθει τίποτα, μην έχει την τύχη του Ανδρέα, στιγμιαιά της πέρασε από το μυαλό ότι θα τον χάσει. Ο πανίκος της απώλειας δεν επιτρέπει ψύχραιμες αντιδράσεις.
Ψύχραιμη η Έλλη και γοητευμένη από τον μεθυσμένο μπαμπά που θρηνούσε τον χαμό του φίλου του και νονού της, απομάκρυνε την μάνα της.“Μην φοβάσαι, θα ηρεμήσει, δεν είναι τίποτα , ας τον αφήσουμε ήσυχο”.
Ο Νίκος θα ηρεμούσε αργά ή γρήγορα και ο Αντρέας σίγουρα θα τον προστάτευε, γνωρίζονταν πια με τον χάρο, θα του ζητούσε μια χάρη αν χρειαζόταν.Η Ζωή ηρέμησε, ο πανικός της απώλειας έσβησε. 'Επειτα σκέφτηκε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον Νίκο μεθυσμένο ή κλαμμένο ή και τα δύο μαζί, αν και έιχαν περάσει χρόνια απο την τελευταία φορα.
Η Έλλη, πού έβλεπε τον πατέρα της πρώτη φορά μεθυσμένο και πρώτη φορά να θρηνεί, κατάλαβε πως οι μπαμπάδες είναι και αυτοί άνθρωποι, κλαίνε, μεθάνε, έχουν φίλους και τους αγαπούν πολύ. Κατάλαβε πόσο πολύ μοιάζουν, πως ήταν και ο πατέρας της νέος κάποτε, πως και εκείνη θα μεγαλώσει κάποτε. Όπως εκείνη έχει την παρέα της, έτσι και εκείνος έχει την δικιά του, τα μυστικά του και τις κρυφές του στιγμές. Ο Νίκος λύγισε και αποκαλύφθηκε, όπως συνήθως συμβαίνει με τους ανθρώπους που λυγίζουν, αποκαλύπτονται ταυτόχρονα. Πήγε στην κρεββατοκάμαρα, είχε ηρεμήσει ο Νίκος πια, τον φίλησε, του είπε πόσο πολύ τον αγαπάει, πόσο τυχερή είναι που τον έχει μπαμπά της και πως χάρηκε που τον είδε να κλαίει. Που τον είδε να αποκαλύπτεται ήθελε να πει...μα δεν αποκαλύφθηκε η ίδια .

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2007

Πανελλήνιες η πανελλαδικές;

Τσιγάρο και ξανά τσιγάρο και διάλειμμα πάνω στο διάλειμμα, με το άγχος(ή την πλήξη;) των εξετάσεων να με συντροφεύει.Tα τελευταία 20 χρόνια της ζωής μου δίνω εξετάσεις, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ,πανεπιστήμιο,μεταπτυχιακό,ενδεχομένως ΑΣΕΠ(το καταργήσαμε αυτό;) ποιός ξέρει...Το σίγουρο είναι πως δεν έχει υπάρξει χρονιά που να μην δίνω εξετάσεις-εξαιρουμένων των ουρολογικών και αιματολογικών αυτές δεν τις μετράω. Καμμιά φορά λέω να υπολογίσω το χρόνο που σπατάλησα για τις εξετάσεις, σιγουρα θα φτάνει το ¼(από τα οκτώ και μετά) της ζωής μου. Σχιζοφρενικό!Αποτέλεσμα ακόμα να δω.Αναρωτιέμαι, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Μεγαλέξανδρος και η γοργόνα δώσαν ποτέ εξετάσεις, οι εμείς είμαστε οι μαλάκες της υπόθεσης;

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2007

Ένας από την γενιά των αγχωμένων

Ανήκω λοιπόν στην αγχωμένη γενιά,στη γενιά που τα έχει όλα και όλα της λείπουν.Στην γενιά της ευμάρειας,της ταχύτητας και της προσπέρασης. Στην γενιά που θέλει να ξεφύγει αλλά και να παραμείνει στην θέση της,στην γενιά που ψάχνει την θέση της. Στην γενιά του ατέλειωτου ψαξίματος και της ατέλειωτης προσπάθειας.Στην γενιά που ο καθένας πρέπει να αποδείξει τις ικανότητές του,τις δυνατότητές του,τον εαυτό του, την ύπαρξή του σε μια τελική. Στην γενιά που η ζωή είναι τόσο σύνθετη και τόσο απλή ταυτόχρονα, μα πάντα δύσκολη και τόσο όμορφη ταυτόχρονα. Στην γενιά του ατέλειωτου κυνηγητού που αν το ήξερα μικρός, θα έπαιζα πιο συχνά κυνηγητό να ΄μαι καλά προετοιμασμένος ,αλλά τότε κανείς δεν μου είπε τίποτα ή ας μην λέω ψέματα δεν άκουγα, δεν μπορούσα να ακούσω, δεν ήμουν έτοιμος, δεν ήθελα! 'Ημουν παιδί...πάει αυτό. Όταν με βλέπω στον καθρέφτη, μου μοιάζω πάντα νεότερος, μα αυτή δεν είναι η αλήθεια και το ξέρω και το ξέρεις και εσύ.